έμφοβος

έμφοβος
ος , ον испуганный, напуганный;

έμφοβα βλέμματα — испуганные взгляды


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έμφοβος" в других словарях:

  • ἔμφοβος — terrible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμφοβος — η, ο (Μ ἔμφοβος, ον) φοβισμένος, τρομαγμένος, έντρομος αρχ. 1. τρομερός φοβερός, αυτός που εμπνέει φόβο 2. αυτός που κατέχεται από θείο φόβο. επίρρ... εμφόβως με φόβο, φοβισμένα, δειλά …   Dictionary of Greek

  • ἐμφόβως — ἔμφοβος terrible adverbial ἔμφοβος terrible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφοβον — ἔμφοβος terrible masc/fem acc sg ἔμφοβος terrible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβου — ἔμφοβος terrible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβους — ἔμφοβος terrible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβων — ἔμφοβος terrible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφόβῳ — ἔμφοβος terrible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφοβοι — ἔμφοβος terrible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»